κάλλαϊς

κάλλαϊς
κάλλαϊς, -ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: `blue-green stone, turquoise' (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.
Page in Frisk: 1,764

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κἄλλαι — ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆλλαι — ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλαι' — κάλλαια , κάλλαιον cock s comb neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάι — Πόλη της Γαλλίας. Βλ. λ. Καλέ. * * * και καλλάι, το (Μ καλάι) το μέταλλο κασσίτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλλαϊς «είδος πολύτιμου λίθου» ή, κατ άλλους, από το τουρκ. kalay, το οποίο είναι πιθ. αντιδάνειο από το αρχ. κάλλαϊς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”